- ὑμένα
- ὑμήν 1thin skinmasc acc sgὑμήν 2thin skinmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑμένα — Ὑμήν Hymen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμέν' — ὑμένα , ὑμήν 1 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 1 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 1 thin skin masc nom/voc/acc dual ὑμένα , ὑμήν 2 thin skin masc acc sg ὑμένι , ὑμήν 2 thin skin masc dat sg ὑμένε , ὑμήν 2 thin skin masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑμέν' — Ὑμένα , Ὑμήν Hymen masc acc sg Ὑμένι , Ὑμήν Hymen masc dat sg Ὑμένε , Ὑμήν Hymen masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
τυμπανοοσταριακός — ή, ό, Ν 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα 2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα» ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια,… … Dictionary of Greek
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… … Dictionary of Greek